Σταδιακά οι εκτεταμένες εγχειρητικές παρεμβάσεις στη μασχάλη εγκαταλείπονται. Ακόμα και η θετικότητα του φρουρού λεμφαδένα φαίνεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις να μην καθιστά υποχρεωτικό τον λεμφαδενικό καθαρισμό. Σ’ αυτό το πλαίσιο οι λιγότερες επεμβατικές μέθοδοι που μπορούν να δώσουν πληροφορίες για την ύπαρξη ή όχι μετάστασης στους μασχαλιαίους λεμφαδένες γίνονται περισσότερο ελκυστικές.
Στην παρούσα μελέτη συμμετείχαν 235 ασθενείς με καρκίνο μαστού αρχικών σταδίων, οι οποίες υποβλήθηκαν σε υπερηχογράφημα μασχάλης, κυτταρολογική εξέταση υλικού από παρακέντηση με λεπτή βελόνα (FNAB) και στη συνέχεια σε κένωση μασχάλης. Διαπιστώθηκε πως το 36% εξ’ αυτών είχε θετικούς λεμφαδένες. Η ευαισθησία και η ειδικότητα του υπερηχογραφικού ελέγχου ήταν της τάξεως του 55 και 88% αντίστοιχα. Παράγοντες που αύξαναν την πιθανότητα παθολογικών ευρημάτων στο υπερηχογράφημα ήταν το μέγεθος της μετάστασης, η κατάσταση των οιστρογονικών υποδοχέων και του Her2, ο βαθμός κακοήθειας του όγκου και η παρουσία λεμφαγγειακής διήθησης. Η συναξιολόγηση με τα αποτελέσματα από την FNAB αύξησε την ευαισθησία και την ειδικότητα στο 69 και στο 100% αντίστοιχα, ενώ ο συνδυασμός των δύο μεθόδων έδωσε θετική και αρνητική προγνωστική αξία της τάξεως του 100 και 54% αντίστοιχα. Συνολικά από τις ασθενείς με λεμφαδενικές μεταστάσεις, θετική εικόνα στην κυτταρολογική εξέταση έδωσε το 10%. Αυτές οι περιπτώσεις δεν είχαν μεταστάσεις σε περισσότερους λεμφαδένες ή μια μεγαλύτερη αναλογία εξωαδενικής μακροσκοπικής νόσου συγκριτικά με ασθενείς που δεν υποβλήθηκαν σε FNAB.
Οι συγγραφείς του άρθρου, που δημοσιεύθηκε στο Ann Surg Oncol καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι στη σειρά των ασθενών τους το υπερηχογράφημα της μασχάλης και η FNAB είχαν μία ακρίβεια μεγαλύτερη του 70%. Η ευκολία πραγματοποίησης τους μπορεί να βοηθήσει στο να αποφευχθεί μια πιθανόν μη χρήσιμη βιοψία του φρουρού λεμφαδένα σε ένα σημαντικό αριθμό ασθενών.
Στην παρούσα μελέτη συμμετείχαν 235 ασθενείς με καρκίνο μαστού αρχικών σταδίων, οι οποίες υποβλήθηκαν σε υπερηχογράφημα μασχάλης, κυτταρολογική εξέταση υλικού από παρακέντηση με λεπτή βελόνα (FNAB) και στη συνέχεια σε κένωση μασχάλης. Διαπιστώθηκε πως το 36% εξ’ αυτών είχε θετικούς λεμφαδένες. Η ευαισθησία και η ειδικότητα του υπερηχογραφικού ελέγχου ήταν της τάξεως του 55 και 88% αντίστοιχα. Παράγοντες που αύξαναν την πιθανότητα παθολογικών ευρημάτων στο υπερηχογράφημα ήταν το μέγεθος της μετάστασης, η κατάσταση των οιστρογονικών υποδοχέων και του Her2, ο βαθμός κακοήθειας του όγκου και η παρουσία λεμφαγγειακής διήθησης. Η συναξιολόγηση με τα αποτελέσματα από την FNAB αύξησε την ευαισθησία και την ειδικότητα στο 69 και στο 100% αντίστοιχα, ενώ ο συνδυασμός των δύο μεθόδων έδωσε θετική και αρνητική προγνωστική αξία της τάξεως του 100 και 54% αντίστοιχα. Συνολικά από τις ασθενείς με λεμφαδενικές μεταστάσεις, θετική εικόνα στην κυτταρολογική εξέταση έδωσε το 10%. Αυτές οι περιπτώσεις δεν είχαν μεταστάσεις σε περισσότερους λεμφαδένες ή μια μεγαλύτερη αναλογία εξωαδενικής μακροσκοπικής νόσου συγκριτικά με ασθενείς που δεν υποβλήθηκαν σε FNAB.
Οι συγγραφείς του άρθρου, που δημοσιεύθηκε στο Ann Surg Oncol καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι στη σειρά των ασθενών τους το υπερηχογράφημα της μασχάλης και η FNAB είχαν μία ακρίβεια μεγαλύτερη του 70%. Η ευκολία πραγματοποίησης τους μπορεί να βοηθήσει στο να αποφευχθεί μια πιθανόν μη χρήσιμη βιοψία του φρουρού λεμφαδένα σε ένα σημαντικό αριθμό ασθενών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου