Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Πότε να γίνεται βιοψία για να προσδιοριστούν τα χαρακτηριστικά μιας μεταστατικής υποτροπής σε καρκίνο του μαστού.

Σήμερα η διάγνωση του μεταστατικού καρκίνου του μαστού συνήθως βασίζεται σε ακτινολογικά ευρήματα και οι θεραπευτικές αποφάσεις λαμβάνονται παίρνοντας υπ’ όψιν τα ιστολογικά χαρακτηριστικά και τους προβλεπτικούς παράγοντες του αρχικού όγκου. Όμως, πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι τα χαρακτηριστικά του όγκου, περιλαμβανομένων των υποδοχέων  οιστρογόνου και του HER2 δεν είναι σταθερά με την πάροδο του χρόνου και την πρόοδο του όγκου.
Διάφορες αναδρομικές μελέτες και πρόσφατα δύο προοπτικές μελέτες διερεύνησαν τις διαφορές στην κατάσταση των ορμονικών υποδοχέων μεταξύ των πρωτοπαθών όγκων και των αντίστοιχων μεταστάσεών τους σε ένα σύνολο 1.773 ασθενών (για τους οιστρογονικούς υποδοχείς) και σε 2.845 ασθενείς (για Her2).
Αλλαγές στους οιστρογονικούς υποδοχείς και στο Her2 σε αυτές τις μελέτες ποίκιλαν από 14,5 έως το 40% και από 0 στο 37,5% αντίστοιχα.
Στις δύο προοπτικές μελέτες μία διαφορετική διάγνωση, συνήθως καλοήθεια διαπιστώθηκε στο 3 και 9% των περιπτώσεων και η βιοψία οδήγησε σε διαφοροποίηση της θεραπείας σε περίπου 1 στις 7 ασθενείς.
Σε αυτό το άρθρο γίνεται ανασκόπηση και συζήτηση των σύγχρονων δεδομένων και παρέχονται συστάσεις μας για το πότε θα πρέπει να γίνεται μια βιοψία για μετάσταση.
Στο ερώτημα πότε θα πρέπει να γίνεται βιοψία όταν υπάρχει υποψία υποτροπής καρκίνου του μαστού, οι συστάσεις που δίνουν οι συγγραφείς είναι οι ακόλουθες:

« Τα υπάρχοντα δεδομένα είναι εντόνως ενδεικτικά για τη χρησιμότητα της  βιοψίας της μεταστατικής βλάβης σε όλες τις περιπτώσεις όπου υπάρχει υποψία υποτροπής της νόσου. Η βιοψία είναι υποχρεωτική όταν στον απεικονιστικό έλεγχο αναγνωρίζεται μία μοναδική εστία υποτροπής, όπως επίσης και όταν η ασθενής έχει ιστορικό εμφάνισης περισσοτέρων του ενός καρκίνου και γενικά όταν υπάρχει μεγάλη υποψία για διαφορετική διάγνωση. Πρέπει να καταβάλλεται προσπάθεια να επιτευχθεί ιστολογική επιβεβαίωση και συνάμα εκτίμηση της κατάστασης των ορμονικών υποδοχέων, όποτε αυτό είναι δυνατό.
Οι ασθενείς ή τα δείγματα θα πρέπει να παραπέμπονται ή να αναλύονται σε κέντρα με εμπειρία στο να φέρνουν εις πέρας τέτοιες βιοψίες  και τα οποία διαθέτουν δυνατότητες για καθοδηγούμενη με απεικονιστική βοήθεια βιοψίας, όταν αυτό είναι απαραίτητο.
Η περιοχή της μετάστασης, όπου θα γίνει η βιοψία θα πρέπει να επιλέγεται λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ευκολία πρόσβασης, το χαμηλό κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών και την εμφάνιση ενός ζωντανού/ αυξανόμενου όγκου στις ακτινολογικές εξετάσεις.
Τις βιοψίες από σκελετικές βλάβες θα πρέπει να τις χειρισθούμε με πολύ περίσκεψη, οι διαδικασίες αποασβεστοποίησης είναι πολύ πιθανό να καταστρέψουν την πιθανότητα προσδιορισμού των ορμονικών υποδοχέων με αναοσοϊστοχημεία. Η κυτταρολογική εξέταση πιθανόν υπερτερεί ως μέθοδος σε αυτή την περίπτωση.
Είναι επίσης σημαντικό να μην σταθεροποιείται το κυτταρολογικό υλικό σε οινόπνευμα, αλλά να στεγνώνεται στο αέρα και να  σταθεροποιείται με φορμαλίνη.
Η βιοψία θα πρέπει να αποφεύγεται όταν δεν είναι ασφαλής και όταν τα αποτελέσματα δεν αναμένεται να αλλάξουν τη θεραπεία.»

Ελεύθερη πρόσβαση σε όλο το άρθρο: http://annonc.oxfordjournals.org/content/23/suppl_10/x349.full

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου