Δύο σχετικές με το θέμα μελέτες δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό American Journal of Roentgenology.
Η πρώτη, από
το Memorial Sloan-Kettering Cancer Center, ανασκόπησε σχετικές δημοσιευμένες εμπειρίες και κατέληξε
στο συμπέρασμα πως η απεικονιστικά- καθοδηγούμενη βιοψία με τη χρήση μαγνητικής
τομογραφίας ή υπερήχων για βλάβες που έχουν ανιχνευθεί με μαγνητική τομογραφία
μπορεί να οδηγήσει σε ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα τα οποία να μην εκτιμηθούν ως
τέτοια κατά τον χρόνο της βιοψίας. Προτείνουν δε ως κατάλληλη στρατηγική
τον επανέλεγχο με μαγνητική τομογραφία μετά από ένα εξάμηνο, θεωρώντας ότι αυτό
το χρονικό διάστημα είναι το πλέον κατάλληλο, καθώς επιτρέπει να αναγνωριστούν
βλάβες που χάθηκαν στην βιοψία, χωρίς αυτή η καθυστέρηση να είναι κλινικά
σημαντική σε περίπτωση κακοήθειας.
Σ’ ένα δεύτερο άρθρο στο ίδιο περιοδικό, για να μην υπάρχει
η 6μηνος αναμονή του επανελέγχου, προτείνεται ως ταχεία και αποτελεσματική
μέθοδος επαλήθευσης της ταύτισης του ευρήματος της μαγνητικής τομογραφίας και του
υπερήχου, στις περιπτώσεις βλαβών που ανιχνεύθηκαν με μαγνητική αλλά
υποβλήθηκαν σε βιοψία με την βοήθεια του υπερηχογράφου, να πραγματοποιηθεί την
ίδια ημέρα, αμέσως μετά τη διαδερμική βιοψία, μία ειδική λήψη (unenhanced T1-weighted non–fat-saturated pulse sequence). Η διάρκεια της εξέτασης είναι μικρότερη από 4 λεπτά. Οι μετά τη
βιοψία αλλοιώσεις και το κλιπ της βιοψίας φαίνονται εύκολα και μπορεί να
βοηθήσουν στην εξακρίβωση της ταύτισης μεταξύ της βλάβης που ανιχνεύθηκε με
μαγνητική και εκείνης που εντόπισε ο υπέρηχος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου