Με τον προκλητικό τίτλο: «Υπάρχει κάτι τέτοιο όπως θεραπεία του καρκίνου που δεν αξίζει το κόστος της;» ο Timothy Gilligan, από το Κλήβελαντ, γράφει μεταξύ άλλων τα έξης:
· Τις τελευταίες δύο δεκαετίες έγινε σημαντική πρόοδο στην αντιμετώπιση του καρκίνου, αλλά εκείνο που είναι εντυπωσιακό είναι η τεράστια αύξηση του κόστους της φροντίδας του.
· Από το 1991 έως το 2007 στις Η.Π.Α. η θνησιμότητα από καρκίνο έπεσε κατά 17%. Ένα ποσοστό οφείλεται στη μείωση των θανάτων από το κάπνισμα και ένα άλλο στην έγκαιρη διάγνωση και στις καλύτερες θεραπείες.
· Το οικονομικό κόστος, όμως, ήταν δυσανάλογα μεγάλο. Το συνολικό κόστος για την φροντίδα του καρκίνου εκτιμήθηκε πως έφτασε τα 125 δισεκατομμύρια δολάρια το 2010. Το 2020, ακόμα και αν το κόστος ανά ασθενή παραμείνει σταθερό, αναμένεται να φτάσει το ποσό των 158 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ως αποτέλεσμα της γήρανσης του πληθυσμού.
· Το κόστος ανά ασθενή δεν είναι σταθερό. Η μικρότερη πτώση στην θνησιμότητα συνοδεύεται από δραματικό κόστος στη φροντίδα. Για παράδειγμα, νέα φάρμακα που είχαν ως αποτέλεσμα το διπλασιασμό του διάμεσου χρόνου επιβίωσης των ασθενών με μεταστατικό καρκίνο του παχέος εντέρου, από 1 σε 2 χρόνια, είχαν ως αποτέλεσμα μία αύξηση του φαρμακευτικού κόστους κατά 340 φορές!
· Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι – φορολογούμενοι είναι αυτοί που χρηματοδοτούν το κόστος των φαρμάκων. Αν αυτό ήταν χαμηλότερο, θα υπήρχαν καλύτερες απολαβές και καλύτερη κοινωνική φροντίδα σε άλλα επίπεδα. Επομένως, υπάρχει θέμα στο πόσα επιπλέον είναι διατεθειμένος να πληρώσει ο Αμερικανός.
· Οι λογαριασμοί για ιατρική περίθαλψη είναι η πρώτη αιτία που οδηγεί στην ατομική χρεωκοπία (περισσότερα από το 60% των αιτημάτων πτώχευσης το 2007).
· Ένας τρόπος ορθολογικότερης χρήσης των οικονομικών δαπανών στο χώρο της υγείας είναι η προσκόλληση στις ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες που βασίζονται σε αποδείξεις.
· Ακόμα, όμως, και με τη χρήση τους ( στην κατάρτιση των οποίων συχνά εμπλέκονται επιστήμονες που είχαν ή έχουν σχέσεις με εταιρείες) είναι πολιτικά δύσκολο να ελεγχθούν τα έξοδα. Παράδειγμα είναι η χορήγηση της μπεβασιζουμάμπης στον μεταστατικό καρκίνο του μαστού. Ενώ η επιπλέον επιβίωση ή η βελτίωση της ποιότητας ζωής δεν είναι αποδεδειγμένη, η χορήγηση του φαρμάκου μπορεί να κοστίσει >50.000 δολάρια ανά ασθενή, εξακολουθεί, όμως, να καλύπτεται από το πρόγραμμα Medicare και να συστήνεται από επιστημονικές εταιρείες.
· Τις τελευταίες δύο δεκαετίες έγινε σημαντική πρόοδο στην αντιμετώπιση του καρκίνου, αλλά εκείνο που είναι εντυπωσιακό είναι η τεράστια αύξηση του κόστους της φροντίδας του.
· Από το 1991 έως το 2007 στις Η.Π.Α. η θνησιμότητα από καρκίνο έπεσε κατά 17%. Ένα ποσοστό οφείλεται στη μείωση των θανάτων από το κάπνισμα και ένα άλλο στην έγκαιρη διάγνωση και στις καλύτερες θεραπείες.
· Το οικονομικό κόστος, όμως, ήταν δυσανάλογα μεγάλο. Το συνολικό κόστος για την φροντίδα του καρκίνου εκτιμήθηκε πως έφτασε τα 125 δισεκατομμύρια δολάρια το 2010. Το 2020, ακόμα και αν το κόστος ανά ασθενή παραμείνει σταθερό, αναμένεται να φτάσει το ποσό των 158 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ως αποτέλεσμα της γήρανσης του πληθυσμού.
· Το κόστος ανά ασθενή δεν είναι σταθερό. Η μικρότερη πτώση στην θνησιμότητα συνοδεύεται από δραματικό κόστος στη φροντίδα. Για παράδειγμα, νέα φάρμακα που είχαν ως αποτέλεσμα το διπλασιασμό του διάμεσου χρόνου επιβίωσης των ασθενών με μεταστατικό καρκίνο του παχέος εντέρου, από 1 σε 2 χρόνια, είχαν ως αποτέλεσμα μία αύξηση του φαρμακευτικού κόστους κατά 340 φορές!
· Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι – φορολογούμενοι είναι αυτοί που χρηματοδοτούν το κόστος των φαρμάκων. Αν αυτό ήταν χαμηλότερο, θα υπήρχαν καλύτερες απολαβές και καλύτερη κοινωνική φροντίδα σε άλλα επίπεδα. Επομένως, υπάρχει θέμα στο πόσα επιπλέον είναι διατεθειμένος να πληρώσει ο Αμερικανός.
· Οι λογαριασμοί για ιατρική περίθαλψη είναι η πρώτη αιτία που οδηγεί στην ατομική χρεωκοπία (περισσότερα από το 60% των αιτημάτων πτώχευσης το 2007).
· Ένας τρόπος ορθολογικότερης χρήσης των οικονομικών δαπανών στο χώρο της υγείας είναι η προσκόλληση στις ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες που βασίζονται σε αποδείξεις.
· Ακόμα, όμως, και με τη χρήση τους ( στην κατάρτιση των οποίων συχνά εμπλέκονται επιστήμονες που είχαν ή έχουν σχέσεις με εταιρείες) είναι πολιτικά δύσκολο να ελεγχθούν τα έξοδα. Παράδειγμα είναι η χορήγηση της μπεβασιζουμάμπης στον μεταστατικό καρκίνο του μαστού. Ενώ η επιπλέον επιβίωση ή η βελτίωση της ποιότητας ζωής δεν είναι αποδεδειγμένη, η χορήγηση του φαρμάκου μπορεί να κοστίσει >50.000 δολάρια ανά ασθενή, εξακολουθεί, όμως, να καλύπτεται από το πρόγραμμα Medicare και να συστήνεται από επιστημονικές εταιρείες.
Ο συγγραφέας του άρθρου καταλήγει τονίζοντας ότι τα λεφτά που ξοδεύονται είναι δικά μας και πως αυτά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν πιο αποδοτικά. Έτσι πρέπει ο πολίτης να ζητά περισσότερη αξία για τα δολάρια που δίνονται στην φροντίδα υγείας. Υπάρχει ένα σημείο που θα πούμε: « Όχι, αυτή η θεραπεία είναι πολύ ακριβή».
( Το άρθρο, σε ηλεκτρονική μορφή περιοδικού στη διεύθυνση: http://epub.theoncologist.com/issue/53740, στη σελίδα 173).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου