Ένας από τους στόχους που έθεσε τώρα τελευταία το Υπουργείο Υγείας είναι να δημιουργηθούν και να προβληθούν κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με τη διάγνωση και θεραπεία των πλέον συχνών ασθενειών. Ο χώρος της ογκολογίας αποτελεί ένα κατ’ εξοχή πεδίο εφαρμογής τέτοιων πρακτικών. Μία σχετική ανεξάρτητη πρωτοβουλία για τη δημιουργία των εθνικών κατευθυντήριων οδηγιών για τον καρκίνο του μαστού ανέλαβε πρόσφατα η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με υπεύθυνο τον καθ. Γ. Ζωγράφο.
Στο πλαίσιο του σχετικού προβληματισμού, ενδιαφέρον έχει μία πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό European Journal of Cancer και η οποία αναζήτησε απάντηση στο κατά πόσο οι διάφορες και πολυπληθείς εθνικές κατευθυντήριες οδηγίες διαφέρουν στις πραγματικές θεραπευτικές προτάσεις τους.
Στη μελέτη περιλήφθηκαν εθνικές οδηγίες για τον καρκίνο του μαστού από τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία, οι οποίες ικανοποιούσαν τα διεθνώς αναγνωρισμένα μεθοδολογικά κριτήρια και είναι σε ευρεία χρήση στην καθημερινή κλινική πράξη. Η σύγκριση αφορούσε τις συστάσεις για επικουρική θεραπεία του διηθητικού καρκίνου του μαστού ( στην οποία συμπεριλαμβάνονταν η χειρουργική, η ακτινοθεραπεία, η ορμονοθεραπεία, η χημειοθεραπεία και η στοχευμένη (αντι-HER2)θεραπεία).
Οι συστάσεις για ορμονική θεραπεία φάνηκαν να διαφοροποιούνται σ’ ότι αφορά τη βέλτιστη χρήση της καταστολής της λειτουργίας των ωοθηκών στις προεμμηνοπαυσιακές ασθενείς και σ’ ότι αφορά τη χρήση των αναστολέων της αρωματάσης στις μετεμμηνοπαυσιακές ασθενείς. Οι περισσότερες, όμως, από τις άλλες θεραπευτικές συστάσεις ταυτίζονταν σε μεγάλο βαθμό. Αυτό, κατά τους συγγραφείς, αντανακλά αφενός το γεγονός ότι όλες στηρίζονται στις ίδιες βάσεις αποδεικτικών στοιχείων, αφετέρου ότι πολλές εθνικές κατευθυντήριες οδηγίες υιοθέτησαν συστάσεις που είχαν αναφερθεί και είχαν γίνει αποδεκτές σε άλλες οδηγίες
Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η ανάπτυξη των κατευθυντήριων οδηγιών ( συστάσεων) είναι μια πολύ δαπανηρή και υψηλής εντάσεως εργασία, οι συγγραφείς θέτουν το ερώτημα κατά πόσον η ανάπτυξη εθνικών κατευθυντήριων οδηγιών σε πολλές χώρες αξίζει τον κόπο, δεδομένου ότι τελικά οι διαμορφούμενες συστάσεις δεν διαφέρουν μεταξύ τους, παρά μόνον οριακά.
Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η ανάπτυξη των κατευθυντήριων οδηγιών ( συστάσεων) είναι μια πολύ δαπανηρή και υψηλής εντάσεως εργασία, οι συγγραφείς θέτουν το ερώτημα κατά πόσον η ανάπτυξη εθνικών κατευθυντήριων οδηγιών σε πολλές χώρες αξίζει τον κόπο, δεδομένου ότι τελικά οι διαμορφούμενες συστάσεις δεν διαφέρουν μεταξύ τους, παρά μόνον οριακά.
Όσοι έχουν μελετήσει επισταμένα τις διάφορες οδηγίες για τον καρκίνο του μαστού που έχουν δημοσιευτεί τα τελευταία χρόνια, θα συμφωνήσουν, με βάση την εμπειρία τους, με τις επιφυλάξεις των συγγραφέων της προαναφερθείσας μελέτης. Όμως, πέρα του τελικού αποτελέσματος, ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα της δημιουργίας εθνικών κατευθυντήριων οδηγιών είναι ότι αυτή καθ΄ αυτή η διαδικασία συμβάλει στην ωρίμανση και αποδοχή κοινά αποδεκτών πρακτικών από την πλειοψηφία των γιατρών, των ασφαλιστικών φορέων και από την πολιτεία. Αρκεί, βεβαίως, να υπάρξει ανοικτός, αμερόληπτος και επιστημονικά άρτιος διάλογος. Φαίνεται δε ότι η πρωτοβουλία της Ιατρικής Σχολής στηρίζεται σε αυτές τις προϋποθέσεις, γι’ αυτό και είναι καλοδεχούμενη από την ιατρική κοινότητα. Δίνει το έναυσμα για έναν σοβαρό και γόνιμο διάλογο σ’ ότι αφορά το τι είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο ως αναγκαίο, ωφέλιμο και πρακτικό για τον καρκίνο του μαστού στην Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου