Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Αποτελέσματα 25ετίας της τυχαιοποιημένης μελέτης για τη συντηρητική χειρουργική του National Cancer Institute των Η.Π.Α. (από ένα κέντρο).


Οι επεμβάσεις διατήρησης του μαστού (Breast Conserving therapy- BCT), δηλ οι ευρείες εκτομές ή ογκεκτομές που συνοδεύονται από χορήγηση ακτινοβολίας στο μαστό είναι μία καθιερωμένη πρακτική που έχει αντικαταστήσει σε πολλές περιπτώσεις καρκίνων αρχικών σταδίων τις μαστεκτομές (MRM- Modified Radical Mastectomy, τροποποιημένη ριζική μαστεκτομή). Μία σειρά από μελέτες, με αρχική την Β-04 του B. Fisher (Fisher B, Redmond C, Fisher ER, etal :Ten-year results of a randomized clinical trial comparing radical mastectomy and total mastectomy with or without radiation. N Engl J Med,1985; 312:674–681. ), έδειξαν την ισάξια θεραπευτική αποτελεσματικότητα μεταξύ των δύο χειρουργικών επιλογών.
Στη συνέχεια παρουσιάστηκαν και άλλες σχετικές με το θέμα μελέτες, που ενίσχυσαν την ορθότητα επιλογής των επεμβάσεων διατήρησης του μαστού.
Ομάδα ερευνητών παρουσίασε στις ιστοσελίδες του περιοδικού Breast Cancer Research and Treatment τα επικαιροποιημένα ευρήματα της National Cancer Institute Breast Conservation Trial , η οποία είναι μία από τις 6 αρχικές μελέτες γι΄ αυτό το θέμα. Η έρευνα ξεκίνησε το 1979 και τερμάτισε το 1987, χαρακτηριζόταν δε από το ότι ήταν η μόνη έρευνα που περιελάμβανε σύγχρονα χημειοθεραπευτικά σχήματα, με δοξορουβικίνη και κυκλοφωσφαμίδη, όπως επίσης και τη χρήση της προσομοίωσης με αξονικό τομογράφο για το σχεδιασμό της ακτινοθεραπείας  και την διάρκεια και λεπτομέρειες της παρακολούθησης .
Με 25,7 χρόνια είναι η έρευνα με τη μεγαλύτερη διάρκεια  παρακολούθησης των ασθενών.
Οι συγγραφείς παρουσιάζουν στη μελέτη τους τις εκβάσεις στα 25 έτη αυτής της έρευνας, σ’ ένα μόνο κέντρο και περιλαμβάνει 237 γυναίκες με ιστολογικά επιβεβαιωμένο διηθητικό καρκίνο του μαστού μεγέθους 5 cm ή λιγότερο που είχαν αντιμετωπιστεί στο χρονικό διάστημα μεταξύ 1979 και 1987 και τυχαιοποιήθηκαν να υποβληθούν είτε σε επέμβαση διατήρησης μαστού( BCT), είτε σε τροποποιημένη ριζική μαστεκτομή (MRM). 
Πρωτεύον ερευνητικό στόχος ήταν η συνολική επιβίωση. Στην έρευνα συμπεριελήφθησαν και  ασθενείς με νόσο στους λεμφαδένες, οι οποίες υποβλήθηκαν σε θεραπεία με δοξορουβικίνη και κυκλοφωσφαμίδη. Και στις δύο ομάδες της έρευνας πραγματοποιήθηκε λεμφαδενικός καθαρισμός μασχάλης. Οι BCT ασθενείς ακτινοβολήθηκαν σ’ όλο το μαστό, ενώ τους χορηγήθηκε και boost ακτινοβόληση. 
Σε μια διάμεση περίοδο παρακολούθησης 25,7 χρόνων, η συνολική επιβίωση ήταν 43,8% για την ομάδα MRM  και  37,9%  για  την ομάδα BCT (P = 0,38). Παρόλο που η σωρευτική συχνότητα εμφάνισης ενός γεγονότος σε ελεύθερης νόσου επιβίωση ήταν υψηλότερη στις ασθενείς με BCT (29,0 % στις ασθενείς με MRM% έναντι 56,4% στις ασθενείς με BCT, P = 0.0017), οι πρόσθετες αποτυχίες της θεραπείας ήταν πρωταρχικά η υποτροπή στον ίδιο μαστό που απαιτούσε θεραπεία με μαστεκτομή ( Μαστεκτομή σωτηρίας – salvage mastectomy). Το 22,3% των  ασθενών με BCT  εμφάνισαν τέτοια υποτροπή ( IBTR). Η εμφάνιση απομακρυσμένης νοσου ( μετάστασης) και ενός δεύτερου καρκίνου είχαν την ίδια συχνότητα και στις δύο ομάδες.
Επομένως, η 25ετής παρακολούθηση σ’ αυτή τη μελέτη επιβεβαιώνει τα μακροχρόνια αποτελέσματα όσον αφορά την επιβίωση μεταξύ επέμβασης διατήρησης του μαστού και μαστεκτομής σε ασθενείς με καρκίνο μαστού αρχικών σταδίων. Οι συγγραφείς του άρθρου τονίζουν ότι παρά τον αυξημένο αριθμό τοπικών υποτροπών, αυτές δεν φάνηκε να μεταφράζονται σε έναν αυξημένο κίνδυνο για απομακρυσμένες μεταστάσεις ή θνησιμότητα. Παρόλα αυτά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ασθενείς που υποβάλλονται σε εγχείρηση διατήρησης του μαστού μπορεί να κινδυνεύουν να υποστούν πρόσθετη νοσηρότητα που σχετίζεται με τη θεραπεία, η οποία μπορεί να εκδηλωθεί και ως όψιμο συμβάν. Περαιτέρω μελέτες χρειάζονται για να εντοπίσουν ασθενείς υψηλού κινδύνου για τέτοια συμβάντα και στις γυναίκες που επιλέγουν αυτή τη θεραπεία θα πρέπει να ενθαρρύνονται να ακολουθούν μία παρατεταμένη παρακολούθηση.
Τα πλεονεκτήματα της μελέτης, δηλ οι σύγχρονες θεραπευτικές πρακτικές, ο πληθυσμός της μελέτης από ένα κέντρο και η πλέον μακροχρόνια παρακολούθηση ως σήμερα, αντισταθμίζονται μερικώς από ορισμένα μειονεκτήματα της, όπως είναι το γεγονός ότι δεν έγινε προσδιορισμός των ορίων εκτομής στις περιπτώσεις διατήρησης μαστού ( και επομένως είναι αδύνατο να εκτιμηθεί αν υπήρχε υπολειμματική ή μικροσκοπική νόσος), ενώ ο αριθμός των λεμφαδένων που ήταν διηθημένοι και εξαιρέθηκαν ήταν σχετικά μεγάλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου