Από πολλών ετών η κυτταρολογική εξέταση μετά από παρακέντηση με λεπτή βελόνα ή/και η ιστολογική εξέταση μετά από παρακέντηση του πυρήνα της βλάβης με ευρύστομη βελόνα θεωρούνται σημαντικά βοηθήματα στην προθεραπευτική διερεύνηση αλλοιώσεων των μαστών.
Μία ομάδα από το τμήμα χειρουργικής του Πανεπιστημίου του Σικάγου, διερεύνησε το πόσο συχνά πραγματοποιείτο αυτή η διαγνωστική παρέμβαση σε σχέση με την επιλογή της ανοικτής βιοψίας σε ασθενείς με μη μεταστατικό καρκίνο του μαστού Τis – T3 που διαγνώστηκαν από το 2003-2008 και είχαν καταγραφεί στην εθνική βάση δεδομένων για τον καρκίνο αυτής της χώρας. Σε αυτή τη βάση είναι καταχωρημένο περίπου το 79% των περιπτώσεων καρκίνου του μαστού των ΗΠΑ.
Από τις 373.837 ασθενείς, οι 303.677 ( 81,2%) είχαν υποβληθεί σε βιοψία με βελόνα, ενώ οι 70.160 ( 18,8%) είχαν υποβληθεί σε ανοικτή βιοψία για τη διάγνωση της νόσου τους.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου που μελετήθηκε, σημειώθηκε μία αύξηση του ποσοστού των ασθενών που υπεβλήθηκαν σε παρακέντηση με βελόνα από το 73,8 στο 86,7%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των ανοικτών βιοψιών μειώθηκε από το 26,2 στο 13,3% την ίδια χρονική περίοδο.
Με βάση τα στοιχεία του 2008 οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι πιθανότητες μιάς γυναίκας να υποβληθεί σε ανοικτή βιοψία ήταν μεγαλύτερες αν ήταν νέα (<40 ετών), λιγότερη μορφωμένη, με νόσο Τ0 και αντιμετώπιση σε νοσοκομείο με λίγα περιστατικά καρκίνου του μαστού.
Η έρευνα δείχνει το μεγάλο ποσοστό της αποδοχής της βιοψίας με βελόνα και όπως συμπεραίνουν οι ερευνητές στο άρθρο τους, που αναρτήθηκε στις προδημοσιεύσεις του περιοδικού Ann Surg Oncol, την 1η Ιουνίου 2011, η βιοψία με βελόνα πρέπει να θεωρείται δείκτης ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών και ότι θα πρέπει ως μέθοδο διάγνωσης να εφαρμόζεται στο 90% των ασθενών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου